Τρίτη 21 Ιουλίου 2009. Στην καρδιά του Ποντιακού Καυκάσου.

Χρόνος: 03:21, απόσταση: 26 χλμ., συνολική ανάβαση: 1200μ., ελάχιστο υψόμ.: 99μ., μέγιστο υψόμ.: 1332μ.


Οι οικοδεσπότες μου ξύπνησαν και αυτοί νωρίς. Ευτυχώς, δεν βρέχει. Αφού τους χαιρετίσω, αρχίζει μια καινούργια μέρα στα βουνά.

- Συρματόχοινα συνδέουν τα κτήματα του τσαγιού με το δρόμο, συχνά σε μεγάλη απόσταση στους απέναντι λόφους.

Ο δρόμος ανεβαίνει. Όσο βγαίνω ψηλότερα, στις ράχες το μάτι χάνεται στο βάθος προς όλα τα σημεία του ορίζοντα σε άπειρα βουνά.





Κάθε πενήντα μέτρα θα συναντήσω ρέμμα ή καταρράκτη που τρέχει στο πρανές του δρόμου. Με τις έντονες βροχοπτώσεις των ημερών, νερά τρέχουν σε όλον τον τόπο.


Φτάνω σε ένα διάσελο, στο πέρασμα του Cankurtaran, στα 720μ. Υπάρχει ένας αστυνομικός σταθμός. Ένας μεγάλος σκύλος έρχεται ορμητικός προς το μέρος μου και θα χρειαστεί προσεκτικό χειρισμό. Αμέσως ένας αστυνομικός τρέχει και τον συγκρατεί και τον δένει στην αλυσίδα του. Μέχρι τη Μπόρτσκα έχω κατηφόρα, μέσα σε μια καταπράσινη κοιλάδα πλάι στο ορμητικό ποτάμι.







Η Μπόρτσκα είναι μια μικρή κωμόπολη, στριμωγμένη σε μια κοιλάδα στις όχθες του ποταμού Τσόρουχ, του αρχαίου Ακάμψιδος. Εδώ, ήρθε η στιγμή για μία παρέκβαση από την πορεία του ταξιδιού μου. Ο καιρός ελπίζω ότι θα μού το επιτρέψει. Επειδή λόγω του καιρού έχασα τη λίμνη του Ουζούνγκιολ στις Ποντιακές Άλπεις, θα εφαρμόζω το εναλλακτικό σενάριο της λίμνης Καράγκιολ. (Εννοείται ότι τα μέρη και τις διαδρομές τα έχω μελετήσει πριν ξεκινήσω το ταξίδι.) Η λίμνη αυτή βρίσκεται περίπου 35 χιλιόμετρα από τη Μπόρτσκα, ψηλά στα 1450μ., σε μια έρημη περιοχή και με άσχημο χωματόδρομο. Θα πρέπει να πάω εκεί και να επιστρέψω πίσω στην Μπόρτσκα. Με τέτοιο αμφίβολο καιρό θα είναι ρίσκο να τολμήσω τέτοια δύσκολη και πολύωρη ανάβαση, συνεπώς θα προσπαθήσω να βρω ταξί για την ανάβαση, και αύριο θα κατεβώ μόνος από το βουνό, καιρού επιτρέποντος. Τρόφιμα έχω για μερικές μέρες.

- Μετέωρα βήματα. Κρεμαστή γέφυρα στην Borcka πάνω από τα νερά του Τσόρουχ, του αρχαίου ποταμού Ακάμψιδος.

Στην πλατεία της κωμόπολης βρίσκω την πιάτσα των ταξιτζήδων. Στο μεταξύ βέβαια, είναι προφανές ότι γύρω από την λιμνούλα εκείνη επιβιώνει ένα τσούρμο τουριστικών παρασίτων, απλώς διότι όπου γυρίσω το κεφάλι βλέπω "επιχειρήσεις μεταφορών" με τη λέξη Καραγκιόλ στον τίτλο τους: λεωφορειάκια με το "ALLAH KORUSUN" πίσω και το "KARAGOL" στα πλαϊνά. Βλέπω ένα ταξί με μεγάλη μπαγαζιέρα που χωράει και το ποδήλατο και το τρέϊλερ, βρίσκω τον ταξιτζή, είναι ένας πιτσιρικάς καμιά εικοσαριά χρονών, και έρχεται βέβαια η ώρα του (ανατολίτικου) παζαριού. Τον ρωτώ πόσα θέλει να με πάει επάνω, λέει πέντε ευρώ. Περίεργο! Δεν έχω ξαναπάρει ταξί εντός Τουρκίας, αλλά μου φαίνεται εξωφρενικά λίγο. Τον ξαναρωτώ, εκεί αυτός: "μπες γιούρο" (πέντε) και μου δείχνει τα πέντε του δάχτυλα. Ωραία, φορτώνουμε τα πράγματά μου, σταματάει σε ένα βενζινάδικο για αέριο, και φύγαμε για πάνω.



Τα τοπία θυμίζουν αυτά που είχα δει σε φωτογραφίες, αλλά και κάτι περισσότερο. Μερικά χιλιόμετρα πριν τη λίμνη, συμβαίνει το αναπάντεχο: δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Μια πλαγιά έχει κατολισθήσει και ο χωματόδρομος έχει κοπεί. Πρέπει να αποφασίσω εάν θα γυρίσω πίσω με το ταξί. Το μέρος είναι άγριο και δεν μπορώ να περάσω το ποδήλατό μου στο άλλο κομμάτι του δρόμου για να συνεχίσω με αυτό. Εκεί κοντά όμως υπάρχει ένα μικρό σπιτάκι, με ελεύθερο χώρο απέξω, όπου μπορώ να διανυκτερεύσω. Μένω, η απόφαση ελήφθη.

Βγάζω ένα πεντάευρο για τον ταξιτζή μου. Με μια περίεργη έκφραση προφέρει τη λέξη "ελί", που σημαίνει πενήντα. Τι;! Πενήντα. Πέντε δεν είπες; Όταν εμείς λέμε πέντε εννοούμε πενήντα, λέει! Βάζω ένα γέλιο που ακούγεται σε όλο το βουνό, και αμέσως με συγκρατημένο θυμό και κοφτή φωνή του λέω αδιαφορώντας που δεν ξέρει αγγλικά: "μπες στα τούρκικα είναι το πέντε, τα πέντε σου δάχτυλα μού έδειξες, σού δίνω τριάντα επειδή είμαι πονόψυχος, αν θες πάρτα, αν δεν θες φώναξε πολίς CIA BFI εξωγήινους ή ότι θες κάνε, τέλος". Λέγε! Εκεί είναι και μερικοί άλλοι, που ακούν. Τα κλασικά παρασιτικά πιράνχας, που όπου δουν ξένο κοιτάνε να αρπάξουν όσα μπορούν. Όπου σταματήσεις σε τουριστικά μέρη και καταλάβουν ότι είσαι ξένος σού ζητάνε για το νερό ή το φαγητό διπλά και τριπλά. Ο τύπος αρπάζει τα τριάντα και φεύγει. Είμαι σίγουρος ότι έμεινε ικανοποιημένος με το παραπάνω, αλλά δεν θέλω να φανώ κακός στους άλλους γιατί μάλλον θα γνωρίζονται και βεβαίως πρόκειται να μείνω εδώ απόψε.

Η λίμνη απέχει τρία χιλιόμετρα. Δεν μπορώ να μεταφέρω το ποδήλατό μου στην άλλη πλευρά, ωστόσο υπάρχει ένα σχετικά βατό σημείο και πολύ απότομο, από όπου θα καταφέρω να περάσω με τα πόδια μέσα από τη ζούγκλα. Ο καιρός είναι ανοιχτός τώρα, ας μην χάσω την ευκαιρία, εδώ ψηλά είναι ευμετάβλητος, πρέπει να βιαστώ. Αφήνω το ποδήλατό μου έξω από το σπιτάκι, παίρνω μαζί μου μερικά άκρως απαραίτητα (ρούχα, αδιάβροχο). Πιάνομαι από μερικά κλαριά και καταφέρνω να βγω στο δρόμο, ελπίζοντας ότι δεν θα βρω στο δρόμο και άλλα παρατράγουδα λόγω του ακραίου καιρού, όπως κατολισθήσεις και φουσκωμένα ποτάμια. Ούτε αρκούδες!


Ο ερημικός χωματόδρομος ανεβαίνει σε ένα εξαιρετικά άγριο δάσος. Σε είκοσι λεπτά αντικρύζω έναν επίγειο παράδεισο.





Στην όχθη της λίμνης υπάρχει ένα κτίσμα, με μια τυπική τουριστική επιχείρηση της αρπαχτής, που προσφέρει μέχρι και διανυκτέρευση, χρώνοντας ακόμα και το πάρκινγκ (με διαφορετικές τιμές παρακαλώ για αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες κλπ.). Υπάρχουν λιγοστοί άνθρωποι αυτή τη στιγμή. Έρχεται να μού μιλήσει μια νέα γυναίκα, ξέρει αγγλικά, είναι από τη Σμύρνη, έρχεται δεύτερη φορά εδώ. Την προηγούμενη φορά που ήρθε πριν από δέκα χρόνια η λίμνη είχε το κανονικό της χρώμα, δηλ. πράσινο, αντανακλώντας το δάσος που την τριγυρίζει στο κρυστάλλινο νερό της. Τώρα βέβαια στο πλαίσιο της ατυχίας μου είναι καφετιά, από τη λάσπη που κατεβάζουν τα ρέματα λόγω των έντονων βροχοπτώσεων. Της ζητώ να μου βγάλει μια αναμνηστική φωτογραφία.


Προσπαθώ να περπατήσω περιμετρικά της λίμνης, αλλά τα παπούτσια μου γλιστράνε στη λάσπη. Απειλητικά σύννεφα μαζεύονται σε έναν σκοτεινό ουρανό, πρέπει να επιστρέψω. Θα ήταν προτιμότερο αν μπορέσω να έρθω να κοιμηθώ εδώ, για ασφάλεια από τα άγρια ζώα, γιατί στοιχηματίζω ότι το βουνό είναι γεμάτο αρκούδες και λύκους. Φτάνοντας στο σπιτάκι το βλέπω πλέον ανοιχτό, καθώς κατέφθασαν ο Ράμαζαν και ο Ζέκι. Είναι δασοφύλακες, και έχοντας απόψε υπηρεσία θα μείνουν σε αυτό το καλύβι της δασικής υπηρεσίας. Με χαρά τους θα με φιλοξενήσουν. Τι άλλο θέλω!

Είναι ακόμα τέσσερις και μέχρι να νυχτώσει, θα γίνουν ένα σωρό δουλειές με τους δύο σημερινούς φίλους μου. Φεύγουν για μια δουλειά στο δάσος και με αφήνουν στο σπίτι. Η βροχή πέφτει απτόητη. Σε μια στιγμή έρχεται μία μπουλντόζα για το δρόμο που χάλασε. Τού δίνει επιτακτικές οδηγίες κάποιος που είδα προηγουμένως επάνω στο τουριστικό να μαζεύει ένα τραπέζι. Είναι ο ιδιοκτήτης του, και κάλεσε το μηχάνημα γρήγορα να ανοίξει το δρόμο για να μη χάσει πελάτες... Βλέπει το ποδήλατό μου και με ρωτά πού θα μείνω απόψε, με ύφος πολύ βλοσυρό λέει ότι απαγορεύεται να κατασκηνώσω, όπως και να μείνω στο σπιτάκι αυτό εκεί, με έναν τρόπο ιδιαίτερα αποκρουστικό. Τού λέω ότι περιμένω ταξί για τη Μπόρτσκα και παύει να ασχολείται μαζί μου. Δεν είναι μόνο απεχθής, είναι και βλάκας.


Έρχονται δυο αυτοκίνητα με εκδρομείς, που εκπλήσσονται πολύ που βλέπουν εδώ ποδήλατο. Με κερνούν λαχματζούν (αχ, αυτά τα καφτερά!) και τα παιδιά θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου.



Η πυκνή ομίχλη κρύβει τον ουρανό και παίζει με τους ορεινούς όγκους και τα έλατα. Ο καιρός είναι τόσο κλειστός, που δεν μπορείς να πεις πότε τελειώνει η μέρα και πότε αρχίζει η νύχτα. Μια σκοτεινιά σκεπάζει το βουνό. Μαζί με το σκοτάδι πέφτει και η θερμοκρασία. Φυσικά στο σπιτάκι δεν υπάρχει ηλεκτρικό. Υπάρχει όμως μια μεγάλη ξυλόσομπα με φούρνο. Ο Ράμαζαν είναι ο μάγειρας της υπόθεσης. Ξεκινά ανάβοντας τη σόμπα, και εκτός από την ευχάριστη ζεστασιά, το πανηγύρι αρχίζει. Ρύζι από πάνω, τηγανητές πιπεριές και άλλα διάφορα δίπλα, φασόλια μέσα στο φούρνο. Το τσιμπούσι που θα ακολουθήσει δεν θα περιγράφεται.


- Ο Κουρ, ο σιβηρικός λύκος, εξαιρετικός φύλακας, κυκλοφορεί στο δάσος σαν στο σπίτι του.

Για πολλοστή φορά θα αποδειχτεί κι απόψε, ότι άνθρωποι που δεν έχουν κοινή γλώσσα συνεννόησης μπορούν με έναν συνδυασμό λεκτικών και μη-λεκτικών τρόπων να επικοινωνήσουν επί παντός επιστητού. Σχεδόν, ας μην τα παραλέμε. Θα μάθω ότι μια νορμάλ τιμή ενός ταξί από την Μπόρτσκα είναι 40 λίρες (ή 20 ευρώ). Χαλάλι του το δεκάρικο του μπαγάσα. Όπως επίσης θα μάθω, ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κοιμηθώ έξω, ούτε πράγματα να αφήσω, γιατί υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τις αρκούδες. Ιδίως όταν έχουν μικρά, είναι πολύ επιθετικές. Μού ξακαθαρίζουν, ότι όταν με το καλό θα επιστρέφω κάτω πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός. Γίνονται σοβαρά ατυχήματα.

Νύχτωσε. Στην άκρα ησυχία του βουνού, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνουν, τρεις άνδρες μέσα σε ένα καλύβι κάθονται γύρω στο τραπέζι και σιγομασουλάνε εξαιρετικά εδέσματα.

Μού εξηγούν ότι η βασική δουλειά τους είναι να φυλάνε το δάσος από την λαθροϋλοτομία και την λαθροθηρία. Εάν κάποιος πιαστεί να παρανομεί, οι ποινές είναι πολύ αυστηρές. Στη Μπόρτσκα βρήκα σε ένα μαγαζάκι ένα βάζο ταχίνι. Είναι γυάλινο και για να γλιτώσω βάρος το μεταγγίζω σε ένα άλλο πλαστικό που έχω ειδικά για το ταχίνι. Δείχνω το άδειο γυάλινο βάζο και ρωτώ αν τούς είναι χρήσιμο, ή να μού πουν πού βάζουν τα σκουπίδια. Ο Ράμαζαν κάνει ένα αρνητικό νεύμα, το παίρνει από το χέρι μου... και με μια αέρινη κίνηση ανοίγει το παράθυρο και φαπ! το βάζο πέφτει στους θάμνους. Απίστευτο! Η σχέση αυτού του λαού με το σκουπίδι είναι κάτι το απίστευτο! Τον ρωτώ γιατί το πέταξε έξω, αφού δεν πρέπει να ρυπαίνεται αυτό το δάσος, και απαντά με ένα σήκωμα των ώμων και ύφος "ολόκληρο βουνό, σιγά τι έγινε". Και υποτίθεται ότι είναι οι φύλακες του νόμου και του χώρου. Προσωπικά, σε αυτό το υπέροχο παρθένο δάσος όχι ένα σκουπιδάκι δεν θα έριχνα ποτέ, αλλά νιώθω τύψεις ακόμα και όταν μού έρχεται κατούρημα. Τι να κάνουμε, όλοι έχουν τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία τους.

Το ταχίνι φυσικά συνδυάζεται εξαιρετικά με το μέλι. Μού φέρνουν ένα μεγάλο βάζο από την κουζίνα τους, και μου το προσφέρουν να πάρω όσο θέλω να ρίξω στο ταχίνι. Θα πρέπει να το τρώω λίγο λίγο, καθώς μού ήρθε στο μυαλό το πάθημα των Μυρίων. Κάτι λένε περί καλής τροφής εννοώντας το μέλι και ο Ράμαζαν με ρωτά με χιούμορ πώς "βολεύομαι" τα βράδυα όσον αφορά στο... σεξ. Απαντώ ότι όταν κάποιος κάνει 100 χιλιόμετρα τη μέρα, το βράδυ δεν έχει τέτοιες ιδιαίτερες ανησυχίες. "Σεξ γιοκ", με άλλα λόγια, για όσους δεν κατάλαβαν. Ο Ράμαζαν έχει 12 αδέρφια. Θεέ μου! Μια οικογένεια με 13 παιδιά! Δε μου λες Ράμαζαν, "μπαμπά μπισικλέτ γιοκ", έτσι;

Η νύχτα σκεπάζει τον κόσμο του βουνού. Άκρα σιγή. Το λαρύγγι του Ράμαζαν πιάνει ένα τραγούδι. Σε δρόμο ουσάκ, που είναι ο συνηθέστερος λαϊκός δρόμος και μιλάει προφανώς για την Τραπεζούντα: "Τραμπζόν... Τραμπζόν..." Ο Ζέκι υψώνει τα χέρια σε μια κίνηση χορού (χορόν, horon). Το δικό μου λαρύγγι θυμήθηκε τους "τσαλαπετεινούς", ένα παλιό μικρασιάτικο σε δρόμο Huzzam. "Ήρθανε κυρά μου στα παράθυρά μου τσαλαπετεινοί τσαλαπετεινοί..." Ο Ράμαζαν δεν καταλαβαίνει γρι από τα λόγια, όμως συγκεντρώνεται στον ήχο. "Κου κου κου βοΐζουν, κι κι κι τσιρίζουν, και με λοιδωρούν, και με λοιδωρούν..." Έλα Ράμαζαν, πες το κι εσύ. "Ίρντανε κιρά μου... ίρντανε κιρά μου..." Εντάξει Ράμαζαν, ίσως ένας άλλος Έλληνας κάποια άλλη φορά σου μάθει παρακάτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου