Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009. Χαμένος κάπου στα βουνά της Ανατολίας.

Χρόνος: 06:00, απόσταση: 70 χλμ., συνολική ανάβαση: 976μ., ελάχιστο υψόμ.: 1468μ., μέγιστο υψόμ.: 2160μ.


- Αναζητώντας επαφές. Οι επαφές του Νασρεντίν του βουνού.

Η ίδια τραπεζαρία θα αποτελέσει τον τόπο της πρώτης συνάθροισης της καινούργιας μέρας. Μετά από το πρόγευμα, οι άντρες ετοιμάζονται για να φύγουν για το ορυχείο. Θα καταφέρουν να βάλουν μπροστά το σαράβαλο λεωφορειάκι, που ο κινητήρας του βογκάει σαν καΐκι βγάζοντας μπόλικη κάπνα και βρωμίζοντας την καθάρια ατμόσφαιρα του βουνού. Ευτυχώς για μένα, ο καιρός είναι θαυμάσιος.

- Τρέλα γενικώς. Στην τούρκικη άσφαλτο δεν υπάρχουν μόνο τρελοί οδηγοί. Υπάρχουν και τρελές αγελάδες.

Η ανάβαση θα συνεχιστεί για κάμποσα χιλιόμετρα μέχρι τα 2160μ. ψηλά. Από εκεί αρχίζει μια μικρή κατάβαση και στη συνέχεια μια ορεινή διαδρομή, πάνω σε αλλεπάλληλα βουνά και οροπέδια, που δεν έχουν πολλή υψηλή βλάστηση, είναι μάλλον γυμνά, αλλά καλύπτονται από ένα πολύχρωμο χνούδι από χορτάρι και αγριολούλουδα. Φυσικά το οδόστρωμα εξακολουθεί να είναι ανεκδιήγητο, ωστόσο η διαδρομή είναι πραγματικά απολαυστική. Ρυάκια κατεβάζουν νερά από τις κορυφές. Για ώρες κινούμαι σε υψόμετρα πάνω από τα 1600μ., με ελάχιστα αυτοκίνητα, ελάχιστους ανθρώπους, έναν καταγάλανο ουρανό και μια ολόφρεσκη αλπική ατμόσφαιρα που δε χορταίνω να ρουφάω.


- Από το πουθενά. Είναι εντυπωσιακό σε αυτή την ερημιά να εμφανίζονται δύο παιδιά και να σού ζητούν φωτιά για να καπνίσουν...

Η ώρα πήγε δώδεκα. Βλέπω μπροστά μου το πρώτο κατοικημένο μέρος που συναντώ σήμερα - και το μοναδικό που θα συναντήσω σήμερα. Λέγεται Ρεφάχιγε, με πληθυσμό 6100 κατοίκους κατά την πινακίδα. Μπαίνω μέσα στο χωριό, σταματώ σε έναν ίσκιο. Θέλω να βρω ψωμί και κασέρι. Σε ένα τζαμί απέναντι ακούγονται ψαλμωδίες και βλέπω κόσμο να εισέρχεται.

Από το απέναντι πεζοδρόμιο, δύο νέοι αλλάζουν πορεία προς το μέρος μου. Θα είναι το πολύ 20-23 χρονών, όχι παραπάνω. Με χαιρετούν, όπως όλοι έναν ξένο. Ο ένας μιλά σπαστά αγγλικά. Από πού είσαι; Έλληνας. Με κοιτά ίσια στα μάτια. Λέει σε ερωτηματικό τόνο: "κριστιάν;" Πρέπει να με ρωτά εάν είμαι χριστιανός, λοιπόν για να δω τι θα συμβεί... "Έβετ", γνέφω καταφατικά. Με μια αυθόρμητη κίνηση, με αγκαλιάζουν από τον ώμο και οι δύο, και με μια έκφραση ευτυχίας στα πρόσωπά τους λένε: "μουσλίμ, κριστιάν, κομσού, μπιρ Αλλάχ, one god", κάνοντας παράλληλα την χειρονομία της συγγένειας με τους δύο δείκτες τον έναν δίπλα στον άλλον, και τονίζοντας με μεγάλη έμφαση τη λέξη "one". Δηλαδή, μουσουλμάνοι και χριστιανοί είμαστε φίλοι γιατί έχουμε έναν θεό. Με χαιρετούν σφίγγοντάς μου το χέρι εγκαρδίως για δεύτερη φορά, πηγαίνουν στο απέναντι πεζοδρόμιο και μπαίνουν μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο μέσα στο τζαμί.

Μετά την κωμόπολη αυτή, αρχίζει άλλη μία ερημική περιοχή. Μετά από μερικά χιλιόμετρα μέσα σε μια χαράδρα, αφήνω στα δεξιά μου τη διασταύρωση προς Νεοκαισάρεια και Σαμψούντα. Ο δρόμος μου ανεβοκατεβαίνει σε αλλεπάλληλα βουνά, περνώντας από μικρά πράσινα οροπέδια και χωριουδάκια.

Η περιοχή είναι απομονωμένη, τα αυτοκίνητα είναι σπανιότατα. Στους μικρούς οικισμούς που συναντώ στο διάβα μου υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι, ίσως και καθόλου. Λιβαδάκια, πράσινο, ποταμάκια, βρύσες, καλύβια, παραδεισένια τοπία εναλλάσσονται μπροστά από τα μάτια μου.

Συναντώ μερικά σπιτάκια. Κάθομαι σε ένα παγκάκι. Ο απογευματινός ήλιος ρίχνει ένα ζεστό πλάγιο φως. Η στιγμή αυτή είναι ο ορισμός της απόλυτης γαλήνης. Δεν έχω διάθεση για ποδήλατο, μόνο θέλω να απολαύσω την ησυχία. Λίγο πιο κάτω από το δρόμο βλέπω ένα αφράτο χωράφι με κομμένο τριφύλι, κοντά σε ένα ποταμάκι. Εκεί θα στήσω τη σκηνή μου για απόψε.

Άκρα σιγή. Μερικά πουλιά μόνο ακούγονται στη διπλανή λεύκα. Εδώ θα απολαύσω το σούρουπο, εδώ θα απολαύσω τη νύχτα. Το φεγγάρι πάει προς τη γέμιση. Στη σκέψη μου πλέον έχει εγκατασταθεί το άρωμα μιας εμπειρίας που είχα σήμερα το μεσημέρι στο Ρεφάχιγε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου